κατασιγάσει

κατασιγάσει
κατασιγά̱σει , κατασιγάω
remain silent
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
κατασιγά̱σει , κατασιγάω
remain silent
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
κατασιγά̱σει , κατασιγάω
remain silent
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
κατασῑγά̱σει , κατασιγάω
remain silent
aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)
κατασῑγά̱σει , κατασιγάω
remain silent
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
κατασῑγά̱σει , κατασιγάω
remain silent
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
κατασιγάζω
put to silence
aor subj act 3rd sg (epic)
κατασιγάζω
put to silence
fut ind mid 2nd sg
κατασιγάζω
put to silence
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατασίγητος — η, ο [κατασιγώ] 1. αυτός που δεν σωπαίνει 2. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατασιγάσει, να καταπραΰνει …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • εξιλαστήριος — α, ο (AM ἐξιλαστήριος, ον) αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί») νεοελλ. φρ. «εξιλαστήριο θύμα» κάποιος τελείως ή σχεδόν αθώος, ο οποίος τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την οργή τών πολλών ή τών ισχυρών, χωρίς να …   Dictionary of Greek

  • επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Βερναρδίνος της Σιένα — (Bernardino da Siena, Μάσα Μαρίτιμα 1380 – Ακυληία 1444). Άγιος της Δυτ. Εκκλησίας. Υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα της εποχής του, χάρη στην αγιότητα, τη διδασκαλία, το πρωτότυπο και γόνιμο κήρυγμά του, τον ανθρωπισμό και το νέο πνεύμα, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ακατασίγαστος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατασιγάσει, να κοιμίσει: Είχε έναν ακατασίγαστο πόθο να διακριθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπρηστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον εμπρησμό, ο κατάλληλος για εμπρησμό: Εμπρηστικές ύλες. 2. μτφ., που ξεσηκώνει πάθη τα οποία είχαν κατασιγάσει, ο εξερεθιστικός: Εμπρηστικές δηλώσεις πολιτικού αρχηγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”